- σκωλήκωσις
- σκωλήκ-ωσις, εως, ἡ,A a being worm-eaten, Thphr.HP7.5.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωλήκωσις — ώσεως, ἡ, Α [σκωληκοῡμαι] το να γεμίσει κάποιος από σκουλήκια, σκουλήκιασμα … Dictionary of Greek
σκωλήκωσιν — σκωλήκωσις a being worm eaten fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)